- ζῴαρχος
- ζῴαρχος, ον,A commander of one elephant, Ascl.Tact.9.1, Ael.Tact. 23.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζώαρχος — ζῴαρχος, ον (Α) ο οδηγός του ελέφαντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + αρχος (< άρχω)] … Dictionary of Greek
ζῴαρχος — commander of one elephant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳάρχου — ζῴαρχος commander of one elephant masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THERARCHUS — Graece Θήραρχος, dicebatur olim, qui duobus elephantis in bello praeerat, unde Θηραρχία eius σύςημα. Sic Ζώαρχος, qui uni; Ε᾿πιθηράρχης, qui quatuor; Ι᾿λάρχης, qui octo; Ε᾿λεφαντάρχης, qui sedecim; et Κερατάρχης, qui triginta duobus, erat… … Hofmann J. Lexicon universale
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek